εισόδιος

εισόδιος
-α, -ο (AM εἰσόδιος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Εἰσόδια
τα Εισόδια τής Θεοτόκου, θεομητορική εορτή εις ανάμνησιν τής εισόδου, τής αφιερώσεως τής Παναγίας στον ναό
3. το ουδ. εν. ως ουσ. το εισόδιο(-ν)
ο πρόλογος, το προοίμιο
μσν.
1. ανάληψη αξιώματος
2. εγκώμιο
αρχ.
1. εισόδημα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ εἰσόδιοι
οι επισκέπτες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εἰσόδιος — going masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδιον — εἰσόδιος going masc/fem acc sg εἰσόδιος going neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσοδίους — εἰσόδιος going masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσοδίων — εἰσόδιος going masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδια — εἰσόδιος going neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εισόδια — τα βλ. εισόδιος …   Dictionary of Greek

  • προεισόδιος — α, ο / προεισόδιος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. τὸ προεισόδιον και νεοελλ. μόνο στον πληθ. τα προεισόδια α) προεισαγωγή, προοίμιο («καὶ ἧν ὥσπερ ἐν δράματι προαναφώνησις καὶ προεισόδιον τὸ γινόμενον», Ηλιόδ.) β) απαρχή, προανάκρουσμα («προεισόδια τῆς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”